- ἐποπτήρ
- ἐπ-οπτήρ, ῆρος, ὁ, der etwas ansieht, der auf etwas hinsieht, es berücksichtigt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εποπτήρ — ἐποπτήρ, ὁ (Α) αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ. β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)] … Dictionary of Greek
ἐποπτῆρας — ἐποπτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτῆρες — ἐποπτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)